- τρίστηλος
- η , ο [ος , ον ]1) полигр, имеющий три столбца, колонки;
τρίστηλο λεξιλόγιο — словарь, набранный в три колонки;
2) трёхмачтовый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίστηλο λεξιλόγιο — словарь, набранный в три колонки;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίστηλος — η, ο, 1. (για κείμενο) αυτός που έχει τρεις στήλες που καταλαμβάνει τρεις στήλες (α. «τρίστηλο άρθρο» β. «τρίστηλος πίνακας» γ. «τρίστηλος τίτλος») 2. φρ. «τρίστηλο πλοίο» τριίστιο, τικάταρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στηλος (< στήλη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
τρίστηλος — η, ο αυτός που έχει τρεις στήλες (για έντυπα): Τρίστηλη προκήρυξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek